Δέσποινα με λένε…

Τι μας συμβαίνει καθημερινά

Συντονιστής: sue

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
Stelth
Almost Ducatista
Almost Ducatista
Δημοσιεύσεις: 1414
Εγγραφή: Κυρ 23 Μαρ 2008, 08:00
Gender: Male
Bike: Multistrada 1100
Other: SYM 150
Τοποθεσία: Αίγιο

Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από Stelth »

Τον παλιό καλό καιρό που τα λεφτά στην τσέπη μου ήταν πιο λίγα και από ζητιάνου στην Ομόνοια , δούλευα σερβιτόρος σε καφετέρια με 17.000 δραχμές εβδομαδιαίο εισόδημα. Σκεφτόμουν να παρατήσω για λίγο καιρό την σχολή που σπούδαζα και να πιάσω μια καλύτερη δουλειά που να μπορώ να τα φέρω βόλτα.. Έμενα μόνος μου σε μια τρύπα στην Μεθώνης και το ψωροπερήφανο κεφάλι μου δεν μου επέτρεπε να πάω στο γέρο μου για δανεικά…

Ο φίλος μου ο Γιώργος , καλός ρεμπέτης , έπαιζε σε ένα μαγαζί κοντά στα Εξάρχεια τρεις μέρες τη βδομάδα … η πρόταση για “επαγγελματική συνεργασία” ήχησε στα αυτιά μου περίεργα όταν μου την έριξε…

-Ρε Άκη θέλουμε στο μαγαζί οργανοπαίχτη …ψήνεσαι να ούμε ;
-Και που κολλάω εγώ ρε Γιώργη στο ρεμπετάδικο ; Να κάνω τον μπαγλαμά ;
-Τον Τζουρά θα κάνεις για την ακρίβεια…. και λίγο κιθάρα στα πιο “αλαφριά” να ούμε…
-Ρε Γιώργη εγώ κιθάρα ηλεκτρική και μπάσο κατέχω και αυτά “γρατζουνιστά” που λέμε… θα τρίζουν τα κόκαλα των παλιών ρε …που θα πάω ξυπόλητος….
-Μη φοβάσαι.. έλα συ και θα συγχρονιστούμε και το παλιό και το καινούργιο …και να δεις θα γουστάρεις …. άσε που θα λιγδώσει το άντερό σου που φέξαν και τα αυτιά σου από την νηστικομάρα…

Έτσι κι έγινε. Τρεις φορές την εβδομάδα ο “κύριος” Άκης άφηνε την ηλεκτρική, έπαιρνε το κομπλόι και ανέβαινε στο μικρό πάλκο, έπαιρνε πότε το τζουρά και πότε την κιθάρα και έπαιζε στην αρχή με πολύ “τράκο” , και μετέπειτα πιο ψύχραιμα , πιο καθαρά και γαλήνια… με τον καιρό έκανε σιγόντο και στο Γιώργο και την Κατερίνα, τις κύριες φωνές του μαγαζιού. Και το πράγμα τσούλησε πολύ ωραία όπως είχε πει ο Γιώργης …ερχόντουσαν φίλοι από την σχολή , τις μέρες που έπαιζα και τη βρίσκανε όμορφα μαζί με τους μόνιμους θαμώνες του μαγαζιού που κατέβαιναν μέρα παρά μέρα να πιουν ένα κρασί και να ξεχάσουν λίγο τις στεναχώριες τους….

Μέρες ξενοιασιάς… πήρα τότε και την πρώτη μου μηχανή ένα παλιό CB750 που την είχε ξεχάσει ο χάρος αλλά εγώ την γούσταρα. Αλήτισσα και αρχόντισσα συνάμα … στα νιάτα της ήταν πολύ ωραία “γκόμενα” αλλά ο καιρός την είχε σπάσει… εγώ πάντως την έβλεπα κούκλα … ο μήνας λοιπόν είχε πάντα εννιά και μόνο ο φουκαράς ο κόκορας που πηγαινοερχόταν με την σχολή στην πλάτη έκανε παράπονα ..…

Κάποιες Παρασκευές που είχαμε μόνο φοιτητόκοσμο δεν παίζαμε παλιό ρεμπέτικο αλλά γύριζε το πρόγραμμα σε πιο ελαφρύ ρεπερτόριο και εγώ σιγοντάριζα με κιθάρα.
Τα παιδιά που έρχονταν δεν έκαναν τόσο κέφι με Μάρκο και έτσι έμπαινε και ο Γρηγόρης στο παιχνίδι. Ο Γιώργης είχε μύτη για τον κόσμο. Ένα περίεργο πράγμα. Ήξερε ποια μέρα θα είχαμε δουλειά , ποια μέρα θα είχαμε κεσάτια πότε θα είχαμε νεολαία και πότε κάνας παλιός μερακλής θα έμπαινε να κάνει φασαρία. Είχαμε και τσαμπουκάδες στο μαγαζί. Κάθε ρεμπετάδικο που σέβεται τον εαυτό του οφείλει μια στο τόσο να ρίχνει ένα γερό “ταφταλέ” έτσι να ανάβουν τα αίματα και μετά να μονιάζουν όλοι με τραγούδι και κρασί. Πότε για καμιά κοπέλα , πότε για κάποια ζεϊμπεκιά που άλλος την περίμενε και άλλος την χόρεψε , απ΄ όλα είχε ο μπαξές όρεξη να είχες μόνο και να μην τα έπαιρνες και πολύ στα σοβαρά.



-“Ζόρικη θα είναι η μέρα σήμερα μόρτη μου” , έκανε ο Γιώργος και τράβηξε μια γερή τζούρα από το τσιγάρο του. Έσκυψε πάλι στο μπουζούκι του και συνέχισε το κούρδισμα. Τι μου τσαμπουνάει τώρα σκέφτηκα εγώ. Στραβωμένος θα είναι γιατί κλείνει το μαγαζί σήμερα για καλοκαίρι και η δουλειά είχε κόψει πολύ.
-“Άραξε ρε Γιώργη , τελευταία μέρα που είναι σήμερα .Τίποτα φοιτητές θα έρθουν και αυτοί με το ζόρι. Δεν είδες χτες που παίζαμε για την πάρτη μας;” , απάντησα εγώ μα όχι με τόση σιγουριά … λες η μύτη του να μυρίστηκε τίποτα ; Με κοίταξε με ένα σπασμένο χαμόγελο αμίλητος.
-“Γιώργη κόψε την πλάκα ρε φίλε .Την είδες την σκηνή και τον σάκο; Έ, μόλις τελειώσουμε απόψε ο Άκης “αλεμάω” ακούς; Φορτώνω και την κιθάρα στη μηχανή και έφυγα για Άγιο Κωνσταντίνο. Με περιμένουν οι μάγκες , και «ραντεβού το Σεπτέμβριο» που λεν στα σινεμά. Καμία όρεξη για χουνέρια δεν έχω απόψε. Μόνο να κλείσουμε καλά θέλω….” μου απλώνει το τσιγάρο κόβοντάς μου τη φράση στη μέση.
-“Είπα εγώ ότι δεν θα κλείσουμε καλά; Εγώ είπα ότι θα είναι ζόρικη η μέρα….” και δώστου πάλι το μισό χαμόγελο. Τον κοίταξα και κούνησα το κεφάλι μου..
-“…..Τι να σου πω ρε Γιώργη…Πιάσε μια να κουρδίσω και εγώ….”

Παραδόξως το μαγαζί είχε αρκετό κόσμο –όλο νεολαία- για τελευταία μέρα. Καλοκαίριαζε για καλά και ο κόσμος προτιμούσε ανοιχτές αυλές και γλάστρες με τριανταφυλλιές και βασιλικούς , αλλά είχε πέσει σύρμα από κάτι φίλους και είχαν έρθει για να μας ακούσουν κάνοντας μπούγιο. Το πρόγραμμα κυλούσε ωραία και οι παρέες έκαναν κέφι μέχρι αργά. Στο τέλος μείνανε λίγοι “οι καλοί” που λέγαμε που δεν έφευγαν αν δεν παίρνανε τα κλειδιά. Μπορούσα να διακρίνω κάθε τραπέζι εύκολα γιατί δεν είχε ντουμάνια.

Τότε την πρόσεξα στο βάθος.

Μια κοπέλα σε μια παρέα νεαρά παιδιά ήταν σκυφτή και κοιτούσε το ποτήρι της. Λεπτά χαρακτηριστικά και μακριά μαύρα μαλλιά. Ένα φρέσκο δάκρυ κυλούσε από το μάγουλό της. Ο Γιώργης τραγουδούσε .Είχε ωραία φωνή αλλά το τραγούδι δεν ήταν θλιμμένο. H κοπέλα όμως έκλαιγε .

-Γιώργη πιάσε την “Αρχόντισσα” ρε φίλε… Γύρισα και του είπα όταν τέλειωσε το τραγούδι.
- “Ποια Αρχόντισσα να πιάσω ρε αλάνι; Του Τσιτσάνη η την απέναντι στο τραπέζι που κοιτάς τόση ώρα;”
Κόκκαλο εγώ , πάλι το σπασμένο χαμόγελο ο Γιώργης…
-“Την είδες που κλαίει ρε Γιώργη η κοπέλα ; Ξέρεις τίποτα ; “
-“Παίξε τώρα και θα σου πω μετά…Δικά σου τα τραγούδια ότι γουστάρεις , λίγοι και καλοί μείναμε τώρα …”

Το παράπονο της κοπέλας παρέμεινε στο τραπέζι της και μου βάραινε την σκέψη όση ώρα παίζαμε. Κάποια στιγμή που κάναμε ένα διάλειμμα ο Γιώργης με έπιασε από κοντά.

“Η κοπέλα έχει ξανάρθει στο μαγαζί αλλά όχι μόνη της….Θυμάσαι ένα ψηλό παλικάρι που ερχότανε μαζί της όταν είχες πρωτοπιάσει δουλειά εδώ; “
Προσπάθησα να θυμηθώ … μια ψηλή φιγούρα με κράνος , ένα ευγενικό παιδί που ερχότανε στο μαγαζί μαζί της …
-“Ναι κάτι θυμάμαι αλλά αμυδρά. Για τον γκόμενο έκλαιγε έτσι ρε; “, απάντησα απότομα.
-“Ποιο γκόμενο ρε μαλάκα, αδερφός της ήτανε…” με αποπήρε ο Γιώργος.
-“Ήτανε είπες; “
-“Πρίν ένα χρόνο … με τη μηχανή ήτανε το παιδί…Γυρνούσε σπίτι του από την δουλειά και πετάχτηκε ένας από στόπ…στον τόπο έμεινε…εικοσπέντε χρονώ παλικαράκι.”
Δαγκώθηκα. – “Όχι ρε φ@υθτ^ς μου…” Να με συμπαθάς ρε Γιώργη νόμιζα …
-“Ντάξει είμαστε ρε που να το ήξερες ; Και εγώ τυχαία το είχα μάθει από ένα παιδί που ξέρω και είναι στην παρέα τους απόψε , φιλαράκι μου. Φαίνεται την έφεραν να ξεσκάσει και την πήρε από κάτω. Τι να πείς γάμησέ τα αλάνι. Άντε πάμε για τα τελευταία να κλείσουμε.”

Πέντε τραγούδια ακόμη παίξαμε αλλά ήμουν άκεφος. Ήθελα να σχολάσω και να σηκωθώ να φύγω. Ξαφνικά ένιωθα πολύ κουρασμένος. Τελικά μπορεί να κοιμόμουν σπίτι και να ξεκινούσα το πρωί. Όλη μου η διάθεση είχε φύγει. Άκου εικοσιπέντε χρονών …Δεν υπήρχε Θεός εκείνη τη μέρα ρε φ@υθτ^ς μου;
Αντρέας
Το χθες είναι ιστορία.
Το αύριο είναι μυστήριο.
Το σήμερα είναι δώρο.
Άβαταρ μέλους
Stelth
Almost Ducatista
Almost Ducatista
Δημοσιεύσεις: 1414
Εγγραφή: Κυρ 23 Μαρ 2008, 08:00
Gender: Male
Bike: Multistrada 1100
Other: SYM 150
Τοποθεσία: Αίγιο

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από Stelth »

Καληνυχτίσαμε τον κόσμο και μαζέψαμε τα όργανα. Εγώ έβαλα την ακουστική κιθάρα στη θήκη με την πατέντα για να την βάζω στη μηχανή . Το μεροκάματο κανόνισα να μου το δώσει ο Γιώργης όταν θα γυρνούσα Αθήνα. Βγήκα από το μαγαζί σφεντόνα και κίνησα προς τη μηχανή. Όπως σήκωσα το κεφάλι μου την είδα που στεκόταν μπροστά της. Η παρέα της ήταν στο μπροστινό αυτοκίνητο και περίμενε το Γιώργο – μου είχε πει θα έφευγαν μαζί να πάνε για φαγητό. Πήγα πιο κοντά να ξεκλειδώσω το λουκέτο. Γύρισε απότομα - δυο κατάμαυρα μάτια με κάρφωσαν. Κοκάλωσα.

“Δεν θα ξεκλειδώσεις;” με ρώτησε.
“Εεε…. ναι. Θα ξεκλειδώσω. Κάνεις λίγο στην άκρη μην σε χτυπήσω με την κιθάρα;” Όλη η ταστιέρα εξείχε πάνω από το κεφάλι μου. Αν έσκυβα απότομα για το λουκέτο θα την έτρωγε όλη στη μούρη. Έκανε ένα βήμα πίσω. Ακούμπησα στη σέλα την σκηνή , τον υπνόσακο και τον σάκο με τα πράγματα και προσεκτικά έλυσα το λουκέτο και το έβαλα πίσω.
“Παίζεις πολύ όμορφα. Και τραγουδάς και καλά.”
Ψέλλισα ένα ευχαριστώ με το ζόρι χωρίς να την κοιτάξω. Ντράπηκα .Ήθελα να της πω για τον αδερφό της αλλά σκέφτηκα ότι δεν μου έπεφτε λόγος να μιλήσω ούτε ήταν και η ώρα σωστή. Ανέβηκα στη Honda για να βάλω μπροστά να ζεσταίνεται όσο να φορτώσω σωστά τα πράγματα. Έβαλα νεκρά. Πάτησα την μίζα.

Ο γνώριμος ήχος δεν ήρθε. Η μηχανή δεν έκανε κιχ. Άσχημη ώρα διάλεξε ο Σοϊχίρο και το κατασκεύασμα του να με φουμάρει σκεφτόμουν. Σε μισό δευτερόλεπτο το μυαλό μου είχε κάνει fastback σε όλα όσα έκανα δύο μέρες πριν που αφορούσαν την συντήρηση της . Λάδια , μπαταρία, λάστιχα, φρένα και αλυσίδα. Δεν είχα ξεχάσει τίποτα . Έκλεισα τον διακόπτη και τον άνοιξα πάλι. Γύρισα το κλειδί. Πάτησα την μίζα.

Σιγή.
Η μηχανή είχε μουλαρώσει και θα έμενε εκεί. Δεν είχε διακοπές. Θα μέναμε εκεί σε αυτή τη στιγμή εγώ πάνω στη μηχανή να προσπαθώ με την κιθάρα στην πλάτη και εκείνη να με κοιτάζει . Για πάντα.

Πλησίασε πιο κοντά μου. Το δαχτυλό μου είχε μείνει κολλημένο στο μπουτόν της μίζας.

“Δεν παίρνει μπροστά ;” μου είπε. Η χειρότερη φράση που μπορεί να ακούσει άντρας για την μηχανή του . Η αμέσως επόμενη στην λίστα μετά την “Δεν πειράζει αγάπη μου όλοι το παθαίνουν καμιά φορά”.

“Θα πάρει. “ απάντησα κοφτά. Το δάχτυλο μου ακόμη πάνω στο μπουτόν της μίζας και την στιγμή που σκέφτομαι να ανάψω ένα τσιγάρο και κοιτάζω προς το μαγαζί να πάω να φωνάξω το Γιώργο να την σπρώξουμε μπας και πάρει, εκείνη με ακουμπά στο χέρι απαλά σχεδόν αέρινα. Γυρίζω απότομα το κεφάλι μου ξαφνιασμένος. Την κοιτώ στα μάτια. Και η μηχανή παίρνει μπροστά.

Ναι, η γριά μοτοσικλέτα παίρνει μπροστά βγάζοντας ένα δυνατό ξερό θόρυβο που σκίζει το στενό δρομάκι και κάνει την παρέα που περιμένει το φίλο μου να πεταχτεί απότομα ξαφνιασμένη. Έχω μείνει άναυδος δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα μόνο την κοιτάζω. Μια κοιτάζω την μηχανή και μια εκείνη .Τι έγινε τώρα;

“Δέσποινα με λένε.” , μου κάνει.

“…….” εγώ ίσα που ανασαίνω… κάτσε να θυμηθώ το όνομά μου..

“Πάμε μια βόλτα;” μου κάνει με σιγουριά ενώ εγώ ο ηλίθιος προσπαθώ ακόμη να βρω το λόγια μου.

“Πού;” ρωτάω - επιτέλους το αυτόματο μιλάει..

“Δεν ξέρω.. εσύ οδηγάς.. κάπου μακριά. Σκηνή έχεις, δεν έχεις ;” με κοιτάζει αλλά εγώ πλέον δεν βλέπω… κατάλαβα όμως …

Έγνεψα καταφατικά νεύμα και ξεκαβάλησα . Φόρτωσα προσεκτικά τα πράγματα πίσω – πίσω στη μηχανή. Πήρα το κράνος του Κωστάκη που έπαιζε μπουζούκι μαζί μας και δεν είχε φύγει ακόμη από το μαγαζί, και έντυσα την Δέσποινα όσο καλύτερα μπορούσα. Συνεννοήθηκε με την παρέα της και τους καληνύχτισε , έκανα τράκα δυο πακέτα τσιγάρα από τον Γιώργο και ένα άλλο παιδί , πήρα και δύο μπουκάλια νερό και ανέβηκα πάνω.

Η Δέσποινα έβαλε την κιθάρα στην πλάτη της και ανέβηκε στην γριά πίσω μου. Με αγκάλιασε απαλά με τα χέρια της. Όλος ο τόπος μύρισε γιασεμί. Ένα γιασεμί μετά και δύο τριαντάφυλλα περνούσαμε την λομπάρδα. Οδηγούσα σιγά αν και ο δρόμος ήταν άδειος. Δεν ήθελα να τρομάξει. Με έσφιγγε με δύναμη. Κάποια στιγμή κατάλαβα τους λυγμούς της αν και προσπαθούσε να τους κρύψει ώρα. Άνοιξα το γκάζι και τις άφησα και τις δυο να ξεσπάσουν. Η Δέσποινα είχε αφεθεί πλέον και έκλαιγε με όλη της την μανία. Δεν την ένοιαζε . Δεν με ντρέπονταν . Θέλει δύναμη ψυχής τέτοιο κλάμα. Και η γριά ούρλιαζε μανιασμένα θαρρείς και ήθελε να ξεπλύνει την ντροπή για όλες τους…να ζητήσει συγνώμη για το κακό που της έκανε..
Άκου εικοσιπέντε χρονών …Δεν υπήρχε Θεός εκείνη τη μέρα ρε φ@υθτ^ς μου;


Μετά το λιθάρι υπήρχε ένα απάνεμο λιμανάκι που μπορούσαμε να σταθούμε. Κατέβασα στο μονοπατάκι την γριά και καβατζώσαμε μια άκρη και έστησα την σκηνή. Έκανε ακόμη πολύ ψύχρα και εγώ είχα παγώσει από την διαδρομή. Άναψα μια φωτιά με κάτι ξερόκλαδα και το ζιπέλαιο που κουβαλούσα. Δεν φαινόταν. Το απάγκιο μας ήταν κρυφό απ’ όλους. Έπιασα την κιθάρα Δεν έκλαψε τώρα. Ήθελα να την ρωτήσω.

“Δέσποινα…σε είδα στο μαγαζί που έκλαιγες …και τώρα στο δρόμο πάνω στην μηχανή… μου είπε ο Γιώργος για τον αδερφό σου… Λυπάμαι ειλικρινά Δέσποινα…λυπάμαι…” με κοίταξε με μάτια που βούρκωσαν στην στιγμή.

“Δεν κλαίω μόνο για τον αδερφό μου Άκη…Κλαίω και για μένα … καταράστηκα όλες τις μηχανές του κόσμου από το ατύχημα και μετά…έβλεπα ανθρώπους πάνω σε μηχανές και ήθελα να τις κάψω…αρρώστησα .. και σήμερα έκλαιγα πάλι για τον ίδιο λόγο… που είδα την μηχανή σου … Πού την αγόρασες;”

“Σε ένα μαγαζί στα Πατήσια … μα γιατί με ρωτάς;” , αν και ήδη με είχαν ζώσει τα φίδια σαν να είχα ήδη ακούσει την απάντηση.

Και θυμήθηκα την φάτσα του πωλητή όταν κόμπιασε που τον ρώτησα για τον προηγούμενο ιδιοκτήτη, και κατάλαβα γιατί η μηχανή ήταν ξαναβαμμένη, και μου ήρθαν όλα μαζεμένα .. και θυμήθηκα το ψηλό μελαχρινό παλικαράκι με το κράνος και την σιγανή φωνή όταν είχα πιάσει δουλειά στις αρχές στο μαγαζί , και τον φίλο του Γιώργη να μας λέει για ένα παιδί που έπαθε ατύχημα με μηχανή και στο τέλος εμένα μπροστά στο μαγαζί να παζαρεύω την γριά… που τώρα δεν μου φαίνονταν όμορφη γριά, τώρα την έβλεπα πια όπως ήταν….

σίδερα χωρίς ψυχή που χρωστούσαν… σίδερα που είχαν πάρει μια ψυχή…

Η Δέσποινα κατάλαβε την θύελλα στο μυαλό μου και πλησίασε κοντά μου…

“Δεν σου το είπα για να στεναχωρηθείς… στο είπα για να καταλάβεις πως απόψε η μηχανή με λύτρωσε…τώρα βλέπω όπως πρέπει να βλέπω…” με κοίταζε με τα κατάμαυρα μάτια της…

Και όλα μύρισαν γιασεμί.










Ο ήλιος έκανε περίεργα σκαριφήματα με ομόκεντρους κύκλους πάνω της . Στέγνωνε σιγά – σιγά την υγρασία και της ξαναέδινε ζωντανά χρώματα… όπως προχωρούσε φώτιζε την παλιά ονομασία που πλέον είχε αποκτήσει άλλο νόημα στην ζωή μου…Δέσποινα την έλεγαν …CB την έλεγαν….



δεν θυμάμαι πως την έλεγαν… αυτό που θυμάμαι είναι πως....



.......μύριζε γιασεμί.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος Stelth την Τετ 14 Μάιος 2008, 16:10, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Αντρέας
Το χθες είναι ιστορία.
Το αύριο είναι μυστήριο.
Το σήμερα είναι δώρο.
Άβαταρ μέλους
Stelth
Almost Ducatista
Almost Ducatista
Δημοσιεύσεις: 1414
Εγγραφή: Κυρ 23 Μαρ 2008, 08:00
Gender: Male
Bike: Multistrada 1100
Other: SYM 150
Τοποθεσία: Αίγιο

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από Stelth »

Την ιστορία αυτή την διάβασα στις 22-06-2007 και πρίν λίγες μέρες έμαθα οτι είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Η ιστορία είναι γραμμένη απο τον Ακη (catmaster) στο moto.gr
Στις 07-05-2008 έγραψε :

"Όπως ήδη είπε κάποιος η μικρή αυτή ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή ... μου συνέβη μια εποχή που ακόμη έψαχνα μια θεσούλα κάπου μέσα σε αυτό τον χαοτικό καμβά της ζωής ... (και όπως αρκετοί από εμάς .... ακόμη την ψάχνω ... )

Για κάποιον άλλο μπορεί να είναι ένα γεγονός που απλώς συνέβη ... εμένα όμως με επηρέασε πάρα πολύ στη μετέπειτα ζωή μου και στη σχέση μου με την μοτοσυκλέτα που πλέον την είδα σαν κάτι εντελώς διαφορετικό από πλαστικά και πλαίσια και σίδερα και τροχούς ...






Και για να κλείσει αυτή η μικρή μου ιστορία ....




Μετά από την περίεργη εκείνη νύχτα που η μηχανή μου αρνήθηκε να πάρει μπροστά , ουδέποτε παρουσίασε το παραμικρό πρόβλημα ... όσο και αν έψαξα να δώσω κάποια λογική τεχνική εξήγηση στο "σκάλωμα" που την έπιασε δεν τα κατάφερα ....

.... κατέληξα στο συμπέρασμα πως μερικά πράγματα τα ψάχνεις σε λάθος αιτίες και για λάθος λόγους ... ενώ το προφανές μπορεί να είναι το σωστό , όσο και αν φαίνεται πρακτικώς αδύνατο ...


Με την Δέσποινα μείναμε μαζί και κάναμε καλή παρέα σαν κάτι περισσότερο από καλοί φίλοι για λίγο καιρό .... περάσαμε υπέροχες στιγμές και ταξίδια καβάλα στο CB και δακρύζαμε παρέα κάθε φορά που μετά από μια τυφλή στροφή η γέρικη μοτοσυκλέτα μας πήγαινε σε διαφορετικό ηλιοβασίλεμα...



Μετά από καιρό οι δρόμοι μας αναπόφευκτα έπρεπε να χωρίσουν ... εγώ τελείωσα τις σπουδές στην Ελλάδα και ήθελα να συνεχίσω έξω .... η Δέσποινα δεν μπορούσε να ακολουθήσει .... μείναμε όμως πολύ καλοί φίλοι .... μετά από λίγα χρόνια παντρεύτηκε και έχει μια υπέροχη οικογένεια με ένα πολύ καλό σύντροφο στη ζωή της και δύο αγγελούδια ... στο πρώτο της παιδί έδωσε το όνομα του αδερφού της ....




Την γέρικη μοτοσυκλέτα μου την άφησα στη Δέσποινα να την φροντίζει όταν έφυγα στο εξωτερικό .... σε τελική ανάλυση αυτό που κατάλαβα ήταν πως ποτέ δεν μου ανήκε ... ήταν σε άλλον "ταμένη" ... και εκεί έμεινε τελικά ...

















Αν ποτέ ο δρόμος σας βγάλει προς την Ηλιούπολη κοντά στην πρώτη πλατεία σε ένα μικρό δρομάκι θα δείτε μέσα σε κήπο μια γριούλα να στέκεται ... μαυροβαμμένη με χρυσό σιρίτι στο ντεπόζιτο της ... μην την φοβηθείτε.... πλησιάστε και μιλήστε της ....

Αν δεν με γελά η μνήμη μου ...

Δέσποινα την λένε.






Να είστε όλοι πάντα καλά συνοδοιπόροι και φίλοι μου..."
Αντρέας
Το χθες είναι ιστορία.
Το αύριο είναι μυστήριο.
Το σήμερα είναι δώρο.
Άβαταρ μέλους
nickmostro
Full Member
Full Member
Δημοσιεύσεις: 714
Εγγραφή: Τετ 02 Απρ 2008, 18:37
Gender: Male
Bike: Monster 600
Other: BMW G650 Xmoto
Τοποθεσία: Πειραιας/Νικαια

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από nickmostro »

Το εχω διαβασει και εγω Αντρεα.

Ειναι φοβερη ιστορια. :thumbsup:
natasha.n

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από natasha.n »

...No comment...
Άβαταρ μέλους
johnduc
R U a Ducatista?
R U a Ducatista?
Δημοσιεύσεις: 6922
Εγγραφή: Δευ 14 Απρ 2008, 23:19
Gender: Male
Bike: 916
Τοποθεσία: Thessalonique,Macédoine-Centrale

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από johnduc »

:thumbsup: :thumbsup: :thumbsup:
Εικόνα
COMUNE DI BOLOGNA

Εικόνα
Άβαταρ μέλους
Punisher
Ducatista
Ducatista
Δημοσιεύσεις: 1968
Εγγραφή: Τρί 01 Απρ 2008, 16:35
Gender: Male
Other: V-Max 96'
Τοποθεσία: South Africa

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από Punisher »

Σώμα , ψυχή , καρδιά και πνεύμα ! Όταν βγαίνουν στο χαρτί απλά ... τι να πω...
Εχω γίνει λιώμα.. :(
See, I'm a man of many problems, up against some scary odds
We kill, we hide, we all fall down, idiots love to bury gods
It doesn't happen over night though, never, still I'm filled with wonder
Lonely like the tight rope walker, hitchhiker, long distance runner
Zoom, kick, persuasion tech, good night for you, bad night for me
Άβαταρ μέλους
REDMONSTER
Full Member
Full Member
Δημοσιεύσεις: 714
Εγγραφή: Τρί 01 Απρ 2008, 13:44
Gender: Male
Bike: Monster S4
Other: KTM Adventure 990
Τοποθεσία: ΑΘΗΝΑ
Επικοινωνία:

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από REDMONSTER »

Πολυ συγκινητικη και περιγραφικη ιστορια που αν ειναι και αληθινη ειναι ακρως ανατριχιαστικη, οντως μας ταξιδεψε αλλου το παλικαρι.

Μπραβο ρε Αντρεα, καλα εκανες και το ποσταρες να το διαβασουμε και εδω (Μας εκανες κομματια...αλλα χαλαλι.)

Δεν εχει και κανα καρμα να σου δωσουμε....μα που πηγαν τα καρμα ??
Δημήτρης - Κι αν ειμαι ροκ !!!
Άβαταρ μέλους
superbiker19
Member
Member
Δημοσιεύσεις: 215
Εγγραφή: Σάβ 13 Σεπ 2008, 17:28
Gender: Male

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από superbiker19 »

δεν εχω να πω τιποτα απλα up γιατι ειναι απ τα ομορφοτερα που εχω διαβασει και δεν θελω να χαθει.... :thumbsup: :thumbsup: :hibye:
Άβαταρ μέλους
sagaraurz7
Almost Ducatista
Almost Ducatista
Δημοσιεύσεις: 1296
Εγγραφή: Δευ 14 Φεβ 2011, 13:18
Gender: Male
Bike: Multistrada 1000S
Other: Όχι! Δε ξενοκοιτάω!
Τοποθεσία: Βύρωνας

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από sagaraurz7 »

:sosad: :sosad: :sosad: :sosad:
Απο την χώρα των ηρώων στη χώρα των δειλών.Πως καταντησαμε ετσι ρε Σωκράτη;
Άβαταρ μέλους
ati
R U a Ducatista?
R U a Ducatista?
Δημοσιεύσεις: 5255
Εγγραφή: Τρί 08 Ιούλ 2008, 03:09
Gender: Male
Bike: Streetfighter 848

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από ati »

απιθανο :)


παρτε κι ενα ακομα μεταφυσικο
το χω ξαναποσταρει







Εδώ που είμαι θα ΄ρθεις





Μπήκε αγουροξυπνημένος στην κουζίνα και είδε μια μαυροφορεμένη γριά να κάθεται στην καρέκλα μπροστά στη τζαμαρία, κόντρα στο δυνατό φως του ήλιου.
Η Βασιλική…
Όχι, μ@μω την τρέλα μου, σκέφτηκε. Στον ύπνο της μας είδε και κουβαλήθηκε πρωί πρωί;
Η Βασιλική ήταν χήρα, άτεκνη, κι όπως όλοι οι μαγκούφηδες είχε ανάγκη από κουβέντα. Όποτε τον πετύχαινε πουθενά τον λίγωνε στην πολυλογία. Τη λυπόταν, αλλά η βαρεμάρα του ξεπερνούσε τα φιλάνθρωπα αισθήματά του. Έτσι, κάθε φορά που ο Τάσος κατέβαινε στο χωριό να επισκεφτεί τους γέρους του, άλλαζε σοκάκι όταν την έβλεπε. Όμως η γριά ήταν πονηρή αλεπού. Κάπου κάπου, με πρόφαση ότι έφερνε δυο αβγά, λίγο κατσικίσιο γάλα, ή ένα πιάτο χωριάτικη κοτόσουπα για “το παιδί”, δηλαδή την αφεντιά του, ένα μαντράχαλο τριάντα δύο χρονών, ερχόταν στο σπίτι των γονιών του για αρμένικες βίζιτες.
“Καλημέρα, θεια”, της είπε. Εδώ όλες τις γριές τις αποκαλούσαν θειάδες και τους γέρους μπαρμπάδες, είχαν δεν είχαν συγγένεια μαζί τους. “Τι κάνεις;”
“Τι να κάνω, παιδάκι μου. Πέθανε ο αδερφός μου”, είπε η γυναίκα με φωνή που μόλις ακούστηκε, και σκούπισε τα μάτια της με μια χαρτοπετσέτα.
Του ήρθε απότομο. Μετά θυμήθηκε το ξεθωριασμένο κηδειόχαρτο που είχε πάρει το μάτι του κολλημένο στον πλάτανο της πλατείας. Δεν είχε δώσει σημασία. Κάθε τόσο κάποιο σάψαλο από τα πολλά του χωριού τα τίναζε και γινόταν είδηση για μερικές μέρες.
Τι λέγανε σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Συλλυπητήρια; Του φαινόταν τελείως τυπικό. Ψεύτικο. Να ζήσεις να τον θυμάσαι, θεια; Χειρότερο. Θα ήταν σαν να την κορόιδευε. Η γριά κόντευε τα ενενήντα, πόσο θα ζούσε ακόμα; Προτίμησε να μην πει τίποτα.
“Πότε πέθανε, θεια; Πώς;” τη ρώτησε από ευγένεια.
“Πάνε τέσσερις μήνες. Για μια εγχείρηση στη χολή ανέβηκε στην Αθήνα και το ξεκάνανε το παλικάρι μου”.
Αν δεν ήταν τραγικό για τη Βασιλική, ο Τάσος θα έβαζε τα γέλια. Παλικάρι ο μπάρμπα-Θανάσης των ογδονταβάλε Μαΐων!
“Με πήρε τηλέφωνο προτού εγχειριστεί. Όταν γιάνω θα κατέβω στο χωριό να σε δω, μου είπε. Δεν πρόλαβα να τον δω ζωντανό τον αδερφό μου. Τον έκλαψα με πικρά δάκρυα. Γιατί δεν πήρε εμένα ο Θεός;” μονολόγησε η Βασιλική.
Γιατί δεν υπάρχει Θεός, θεια, να γιατί. Ναι, ρε μαλάκα, σκέφτηκε. Βρήκες την ώρα για φιλοσοφία. Πες κάτι, κόπανε, πονάει η γυναίκα.
“Μην τα συλλογίζεσαι αυτά τώρα, θεια. Ούτε εσένα ωφελούν, ούτε την ψυχή του αδερφού σου”. Μπράβο, Τασούλη. Άξιος.
“Νομίζεις θέλω να τα συλλογίζομαι, μάτια μου; Μόνα τους έρχονται εκεί που κάθομαι. Από τότε που ήρθα νύφη σε τούτο το χωριό, εξήντα πέντε χρόνια δεν έβγαλα τα μαύρα. Πρώτα η μάνα μου. Χύθηκε αίμα στο μυαλό της είπανε οι γιατροί. Εγκεφαλικό. Έπειτα ο πατέρας μου. Ο πεθερός μου, η πεθερά μου. Ο Βασίλης μου, το παιδάκι μου. Μετά ο άντρας μου. Δεν άντεξε που χάσαμε το αγόρι. Και ύστερα…”
Η γριά συνέχισε να απαριθμεί τους πεθαμένους της, αλλά ο Τάσος έπαψε να την ακούει. Τι πακέτο κι αυτό πρωινιάτικα!
Το προηγούμενο βράδυ είχε πάει με τη μηχανή στο κεφαλοχώρι απέναντι να βρει ένα παλιό φιλαράκι του, το Σταύρο. Τα είπανε, ήπιανε κάνα δυο τρίφυλλα και μετά… Μετά γυρίσανε τα κωλόμπαρα της περιοχής για σύσφιξη διακρατικών σχέσεων με τις γκομενάρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Ούτε που θυμόταν πώς βρήκε το δρόμο για το σπίτι του. Στο κεφάλι του επικρατούσε ακόμα γλυκιά θολούρα. Το μόνο που ήθελε ήταν ένα καφεδάκι από τα χέρια της μάνας του, όχι τη νεκρολογία της Βασιλικής. Αλήθεια, πού ήταν η μάνα του να τον γλιτώσει; Έτσι κι αλλιώς, εκείνος ήταν ανίκανος να παρηγορήσει τη γριά. Η κυρά-Δέσποινα όμως θα έβρισκε τα κατάλληλα λόγια.
“Τώρα είναι αλλιώς ο κόσμος. Δεν φοράνε μαύρα, δεν τους νοιάζει. Όμως εγώ δεν μπορώ. Δεν είναι ωραίο. Τους νεκρούς πρέπει να τους πενθείς, αλλιώς είναι σαν να τους ξεγράφεις”. Η Βασιλική έμεινε σαν χαμένη για λίγο. “Ούτε στον ύπνο μου δεν είδα το Θανάση, θα το θυμόμουν. Οι άλλοι ήρθαν στα όνειρά μου όταν πεθάνανε. Αυτός γιατί δεν ήρθε;”
“Καλύτερα που δεν τον είδες, γιατί...” Γιατί; Εδώ σε θέλω, εξυπνάκια. “Δεν έχεις ακούσει τι λένε, θεια; Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους”. Μπράβο, μεγάλε! Πες και κάνα τι είναι ο άνθρωπος, ένα τίποτα είναι, να το στολίσεις λίγο ακόμα.
“Τότε καλύτερα ο άλλος κόσμος για μένα, Τάσο μου. Κανείς δε με υπολογίζει. Μιλάω και μου γυρίζουν την πλάτη. Ο αδερφός μου ήταν το στήριγμά μου. Όταν μου είπαν ότι έφυγε, πόνεσα τόσο πολύ που μου φάνηκε ότι σκίστηκε η καρδιά μου και έμεινα στον τόπο”. Η γριά αναστέναξε. “Τι σε σκοτίζω τόση ώρα με τα δικά μου βάσανα; Για άλλο ήρθα. Άκουσα για το δυστύχημα και είπα να περάσω να σας δω”.
Ποιο δυστύχημα; Όλο ευχάριστα νέα ήταν σήμερα η Βασιλική.
“Ποιο…”
“Δεν προσέχετε και σεις τα νιάτα, αγόρι μου. Τρέχετε, όλο τρέχετε σαν να σας κυνηγάει ο εξαποδός. Δε σκεφτόσαστε τις μανάδες και τους πατεράδες σας; Πώς θα ζήσουνε τώρα οι έρμοι γονείς;”
Είχε σκοτωθεί κανείς; Τι έλεγε πάλι η μουρλόγρια;
“Θεια…”
“Υπάρχει χειρότερο από το να χάνεις παιδί; Εγώ ξέρω”, είπε εκείνη και σκούπισε ξανά τα μάτια της. Η κόκκινη καρό χαρτοπετσέτα είχε γίνει φιτιλάκι στα χέρια της.
-Πάλι τις φτηνιάρικες πήρες, ρε μάνα; Πάω να σκουπιστώ με δαύτες και λιώνουν!
-Λίγη οικονομία δε βλάφτει, κύριε Ωνάση.
Ο Τάσος χαμογέλασε άθελά του. Αυτές οι χαρτοπετσέτες ήταν μόνιμη αιτία τρυφερών καβγάδων με τη μάνα του.
Άκουσε την εξώπορτα της κουζίνας ν’ ανοίγει. Πάνω στην ώρα. Ακόμα λίγο να έμενε μόνος με τη Βασιλική θα σάλταρε. Γύρισε να δει. Ο πατέρας του, με μάτια κοκκινισμένα και θολά, βαστούσε τη μάνα του που έκλαιγε και φαινόταν έτοιμη να σωριαστεί στα πόδια της. Την πήγε μέχρι το τραπέζι της κουζίνας και τη βοήθησε να καθήσει. Έπειτα έπεσε βαρύς σε μια καρέκλα δίπλα της και στήριξε το κεφάλι του στα χέρια του. Κανείς από τους δύο δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στη Βασιλική. Ο Τάσος, εμβρόντητος, έτρεξε στη μάνα του, έσκυψε από πάνω της και της έπιασε το χέρι.
“Τι έγινε, μανούλα μου, τι συμβαίνει;” τη ρώτησε με αγωνία.
Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της με κόπο και κοίταξε τον άντρα της. “Πάει το παιδί μας, Γιώργο. Πάει ο Τάσος μας…> ψέλλισε.
Ο πατέρας του Τάσου κοίταξε πέρα απ’ τη Βασιλική, στον κήπο, λες και η γριά ήταν αόρατη. “Ανάθεμα την ώρα”, είπε βράχνα. “Ανάθεμα την ώρα που πήγε κι αγόρασε την πόρνη τη μηχανή”.
Ο Τάσος ένιωσε το αίμα να στραγγίζει απότομα από το κεφάλι του, όπως όταν ονειρευόταν πως έπεφτε κι όλο έπεφτε από ψηλά. Η επιδερμίδα του μυρμήγκιασε και οι τρίχες στο σβέρκο του σηκώθηκαν όρθιες.
Στράφηκε στη Βασιλική.
Όταν μου είπαν ότι έφυγε, πόνεσα τόσο πολύ που μου φάνηκε ότι σκίστηκε η καρδιά μου και έμεινα στον τόπο.
Η γριά δεν έκλαιγε πια. Μόνο τον κοίταζε με τη λαχτάρα και τη χαρά απόβλητης που επιτέλους βρήκε σ’ αυτό το μοναχικό και αδιάφορο κόσμο μια ψυχή πρόθυμη να την ακούσει.
Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους, σκέφτηκε ο Τάσος, μουδιασμένος.






πηγη....... http://kourouna.blogspot.com/" onclick="window.open(this.href);return false;
το μηχανακι μου εχει κοκκινο ψαλιδι
Proud member of...
Εικόνα
ΜπεεΕεεΕΕΕεεεΕΕΕεεεεΕΕ
Άβαταρ μέλους
larii
Newbie
Newbie
Δημοσιεύσεις: 84
Εγγραφή: Τετ 16 Απρ 2008, 13:31
Gender: Male
Other: yamaha fazer 800
Τοποθεσία: Θεσσαλονικη

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από larii »

το ειχα διαβαζει παλιοτερα στο moto.gr απ οπου καπως το ειχα κατεβασει εικονογραφημενο.

τρομερο κειμενακι..
θα γινω μοτοσυκλετιστης..
Άβαταρ μέλους
Doctor D
Full Member
Full Member
Δημοσιεύσεις: 795
Εγγραφή: Τρί 30 Νοέμ 2010, 18:43
Gender: Female
Bike: Multistrada 1000S
Τοποθεσία: ΒΟΛΟΣ
Επικοινωνία:

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από Doctor D »

καθομαι στο μπαλκονι μου, εχω το φεγγαρι απεναντι μου να φωτιζει κ τα ματια μου τρεχουν...
απιστευτη ιστορια...
Άβαταρ μέλους
superbiker19
Member
Member
Δημοσιεύσεις: 215
Εγγραφή: Σάβ 13 Σεπ 2008, 17:28
Gender: Male

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από superbiker19 »

ati έγραψε:απιθανο :)


παρτε κι ενα ακομα μεταφυσικο
το χω ξαναποσταρει







Εδώ που είμαι θα ΄ρθεις





Μπήκε αγουροξυπνημένος στην κουζίνα και είδε μια μαυροφορεμένη γριά να κάθεται στην καρέκλα μπροστά στη τζαμαρία, κόντρα στο δυνατό φως του ήλιου.
Η Βασιλική…
Όχι, μ@μω την τρέλα μου, σκέφτηκε. Στον ύπνο της μας είδε και κουβαλήθηκε πρωί πρωί;
Η Βασιλική ήταν χήρα, άτεκνη, κι όπως όλοι οι μαγκούφηδες είχε ανάγκη από κουβέντα. Όποτε τον πετύχαινε πουθενά τον λίγωνε στην πολυλογία. Τη λυπόταν, αλλά η βαρεμάρα του ξεπερνούσε τα φιλάνθρωπα αισθήματά του. Έτσι, κάθε φορά που ο Τάσος κατέβαινε στο χωριό να επισκεφτεί τους γέρους του, άλλαζε σοκάκι όταν την έβλεπε. Όμως η γριά ήταν πονηρή αλεπού. Κάπου κάπου, με πρόφαση ότι έφερνε δυο αβγά, λίγο κατσικίσιο γάλα, ή ένα πιάτο χωριάτικη κοτόσουπα για “το παιδί”, δηλαδή την αφεντιά του, ένα μαντράχαλο τριάντα δύο χρονών, ερχόταν στο σπίτι των γονιών του για αρμένικες βίζιτες.
“Καλημέρα, θεια”, της είπε. Εδώ όλες τις γριές τις αποκαλούσαν θειάδες και τους γέρους μπαρμπάδες, είχαν δεν είχαν συγγένεια μαζί τους. “Τι κάνεις;”
“Τι να κάνω, παιδάκι μου. Πέθανε ο αδερφός μου”, είπε η γυναίκα με φωνή που μόλις ακούστηκε, και σκούπισε τα μάτια της με μια χαρτοπετσέτα.
Του ήρθε απότομο. Μετά θυμήθηκε το ξεθωριασμένο κηδειόχαρτο που είχε πάρει το μάτι του κολλημένο στον πλάτανο της πλατείας. Δεν είχε δώσει σημασία. Κάθε τόσο κάποιο σάψαλο από τα πολλά του χωριού τα τίναζε και γινόταν είδηση για μερικές μέρες.
Τι λέγανε σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Συλλυπητήρια; Του φαινόταν τελείως τυπικό. Ψεύτικο. Να ζήσεις να τον θυμάσαι, θεια; Χειρότερο. Θα ήταν σαν να την κορόιδευε. Η γριά κόντευε τα ενενήντα, πόσο θα ζούσε ακόμα; Προτίμησε να μην πει τίποτα.
“Πότε πέθανε, θεια; Πώς;” τη ρώτησε από ευγένεια.
“Πάνε τέσσερις μήνες. Για μια εγχείρηση στη χολή ανέβηκε στην Αθήνα και το ξεκάνανε το παλικάρι μου”.
Αν δεν ήταν τραγικό για τη Βασιλική, ο Τάσος θα έβαζε τα γέλια. Παλικάρι ο μπάρμπα-Θανάσης των ογδονταβάλε Μαΐων!
“Με πήρε τηλέφωνο προτού εγχειριστεί. Όταν γιάνω θα κατέβω στο χωριό να σε δω, μου είπε. Δεν πρόλαβα να τον δω ζωντανό τον αδερφό μου. Τον έκλαψα με πικρά δάκρυα. Γιατί δεν πήρε εμένα ο Θεός;” μονολόγησε η Βασιλική.
Γιατί δεν υπάρχει Θεός, θεια, να γιατί. Ναι, ρε μαλάκα, σκέφτηκε. Βρήκες την ώρα για φιλοσοφία. Πες κάτι, κόπανε, πονάει η γυναίκα.
“Μην τα συλλογίζεσαι αυτά τώρα, θεια. Ούτε εσένα ωφελούν, ούτε την ψυχή του αδερφού σου”. Μπράβο, Τασούλη. Άξιος.
“Νομίζεις θέλω να τα συλλογίζομαι, μάτια μου; Μόνα τους έρχονται εκεί που κάθομαι. Από τότε που ήρθα νύφη σε τούτο το χωριό, εξήντα πέντε χρόνια δεν έβγαλα τα μαύρα. Πρώτα η μάνα μου. Χύθηκε αίμα στο μυαλό της είπανε οι γιατροί. Εγκεφαλικό. Έπειτα ο πατέρας μου. Ο πεθερός μου, η πεθερά μου. Ο Βασίλης μου, το παιδάκι μου. Μετά ο άντρας μου. Δεν άντεξε που χάσαμε το αγόρι. Και ύστερα…”
Η γριά συνέχισε να απαριθμεί τους πεθαμένους της, αλλά ο Τάσος έπαψε να την ακούει. Τι πακέτο κι αυτό πρωινιάτικα!
Το προηγούμενο βράδυ είχε πάει με τη μηχανή στο κεφαλοχώρι απέναντι να βρει ένα παλιό φιλαράκι του, το Σταύρο. Τα είπανε, ήπιανε κάνα δυο τρίφυλλα και μετά… Μετά γυρίσανε τα κωλόμπαρα της περιοχής για σύσφιξη διακρατικών σχέσεων με τις γκομενάρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Ούτε που θυμόταν πώς βρήκε το δρόμο για το σπίτι του. Στο κεφάλι του επικρατούσε ακόμα γλυκιά θολούρα. Το μόνο που ήθελε ήταν ένα καφεδάκι από τα χέρια της μάνας του, όχι τη νεκρολογία της Βασιλικής. Αλήθεια, πού ήταν η μάνα του να τον γλιτώσει; Έτσι κι αλλιώς, εκείνος ήταν ανίκανος να παρηγορήσει τη γριά. Η κυρά-Δέσποινα όμως θα έβρισκε τα κατάλληλα λόγια.
“Τώρα είναι αλλιώς ο κόσμος. Δεν φοράνε μαύρα, δεν τους νοιάζει. Όμως εγώ δεν μπορώ. Δεν είναι ωραίο. Τους νεκρούς πρέπει να τους πενθείς, αλλιώς είναι σαν να τους ξεγράφεις”. Η Βασιλική έμεινε σαν χαμένη για λίγο. “Ούτε στον ύπνο μου δεν είδα το Θανάση, θα το θυμόμουν. Οι άλλοι ήρθαν στα όνειρά μου όταν πεθάνανε. Αυτός γιατί δεν ήρθε;”
“Καλύτερα που δεν τον είδες, γιατί...” Γιατί; Εδώ σε θέλω, εξυπνάκια. “Δεν έχεις ακούσει τι λένε, θεια; Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους”. Μπράβο, μεγάλε! Πες και κάνα τι είναι ο άνθρωπος, ένα τίποτα είναι, να το στολίσεις λίγο ακόμα.
“Τότε καλύτερα ο άλλος κόσμος για μένα, Τάσο μου. Κανείς δε με υπολογίζει. Μιλάω και μου γυρίζουν την πλάτη. Ο αδερφός μου ήταν το στήριγμά μου. Όταν μου είπαν ότι έφυγε, πόνεσα τόσο πολύ που μου φάνηκε ότι σκίστηκε η καρδιά μου και έμεινα στον τόπο”. Η γριά αναστέναξε. “Τι σε σκοτίζω τόση ώρα με τα δικά μου βάσανα; Για άλλο ήρθα. Άκουσα για το δυστύχημα και είπα να περάσω να σας δω”.
Ποιο δυστύχημα; Όλο ευχάριστα νέα ήταν σήμερα η Βασιλική.
“Ποιο…”
“Δεν προσέχετε και σεις τα νιάτα, αγόρι μου. Τρέχετε, όλο τρέχετε σαν να σας κυνηγάει ο εξαποδός. Δε σκεφτόσαστε τις μανάδες και τους πατεράδες σας; Πώς θα ζήσουνε τώρα οι έρμοι γονείς;”
Είχε σκοτωθεί κανείς; Τι έλεγε πάλι η μουρλόγρια;
“Θεια…”
“Υπάρχει χειρότερο από το να χάνεις παιδί; Εγώ ξέρω”, είπε εκείνη και σκούπισε ξανά τα μάτια της. Η κόκκινη καρό χαρτοπετσέτα είχε γίνει φιτιλάκι στα χέρια της.
-Πάλι τις φτηνιάρικες πήρες, ρε μάνα; Πάω να σκουπιστώ με δαύτες και λιώνουν!
-Λίγη οικονομία δε βλάφτει, κύριε Ωνάση.
Ο Τάσος χαμογέλασε άθελά του. Αυτές οι χαρτοπετσέτες ήταν μόνιμη αιτία τρυφερών καβγάδων με τη μάνα του.
Άκουσε την εξώπορτα της κουζίνας ν’ ανοίγει. Πάνω στην ώρα. Ακόμα λίγο να έμενε μόνος με τη Βασιλική θα σάλταρε. Γύρισε να δει. Ο πατέρας του, με μάτια κοκκινισμένα και θολά, βαστούσε τη μάνα του που έκλαιγε και φαινόταν έτοιμη να σωριαστεί στα πόδια της. Την πήγε μέχρι το τραπέζι της κουζίνας και τη βοήθησε να καθήσει. Έπειτα έπεσε βαρύς σε μια καρέκλα δίπλα της και στήριξε το κεφάλι του στα χέρια του. Κανείς από τους δύο δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στη Βασιλική. Ο Τάσος, εμβρόντητος, έτρεξε στη μάνα του, έσκυψε από πάνω της και της έπιασε το χέρι.
“Τι έγινε, μανούλα μου, τι συμβαίνει;” τη ρώτησε με αγωνία.
Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της με κόπο και κοίταξε τον άντρα της. “Πάει το παιδί μας, Γιώργο. Πάει ο Τάσος μας…> ψέλλισε.
Ο πατέρας του Τάσου κοίταξε πέρα απ’ τη Βασιλική, στον κήπο, λες και η γριά ήταν αόρατη. “Ανάθεμα την ώρα”, είπε βράχνα. “Ανάθεμα την ώρα που πήγε κι αγόρασε την πόρνη τη μηχανή”.
Ο Τάσος ένιωσε το αίμα να στραγγίζει απότομα από το κεφάλι του, όπως όταν ονειρευόταν πως έπεφτε κι όλο έπεφτε από ψηλά. Η επιδερμίδα του μυρμήγκιασε και οι τρίχες στο σβέρκο του σηκώθηκαν όρθιες.
Στράφηκε στη Βασιλική.
Όταν μου είπαν ότι έφυγε, πόνεσα τόσο πολύ που μου φάνηκε ότι σκίστηκε η καρδιά μου και έμεινα στον τόπο.
Η γριά δεν έκλαιγε πια. Μόνο τον κοίταζε με τη λαχτάρα και τη χαρά απόβλητης που επιτέλους βρήκε σ’ αυτό το μοναχικό και αδιάφορο κόσμο μια ψυχή πρόθυμη να την ακούσει.
Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους, σκέφτηκε ο Τάσος, μουδιασμένος.






πηγη....... http://kourouna.blogspot.com/" onclick="window.open(this.href);return false;

πλακα με κανεις ρε συ ατι;;; ανατριχιασα μεσιμεριατικα.....
οποιος εχει κι αλλα τετοια κειμενα ας τα ποσταρει!!!
Άβαταρ μέλους
salingaros
R U a Ducatista?
R U a Ducatista?
Δημοσιεύσεις: 6602
Εγγραφή: Δευ 04 Μάιος 2009, 17:06
Gender: Male
Bike: 848
Other: αααμε
Τοποθεσία: 1χωραφι δεξια 3βραχο αριστερα κατω απο το θαμνο 2κελυφος..αυτο!
Επικοινωνία:

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από salingaros »

Stelth έγραψε:Τον παλιό καλό καιρό ...............

μολις σημερα διαβασα το θρεντ....

πολλα τα συναισθηματα το οτι ειναι αληθεια το κανει οχι απλα μια ιστορια...αλλα το πραγματικα κατι ανεκτιμητο...
Image
Άβαταρ μέλους
JEKIS
Full Member
Full Member
Δημοσιεύσεις: 872
Εγγραφή: Παρ 08 Ιούλ 2011, 17:50
Gender: Male
Bike: Monster 600
Τοποθεσία: ISLANDS BORA BORA

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από JEKIS »

Τρομερές ιστορίες που θα πρέπει να μας βάλουν σε σκέψεις .

Πολλοί από μας,έχουμε ήδη περάσει τα 30 και αν κάτσουμε να σκεφτούμε πόσες π@π@ριές έχουμε κάνει,θα καταλάβουμε ΓΙΑΤΙ μας ζάλιζαν τόσα χρόνια οι γονείς μας με τις μηχανές και γενικά με την ταχύτητα.

Βέβαια ποτέ δεν είναι αργά για να μετριάσουμε το δεξί μας χέρι ή το πόδι αντίστοιχα.
Εικόνα



Εικόνα
Άβαταρ μέλους
Xenokratis
Born Ducatista
Born Ducatista
Δημοσιεύσεις: 2391
Εγγραφή: Κυρ 07 Μαρ 2010, 22:51
Gender: Male
Bike: 996
Other: Hypermotard 796
Τοποθεσία: Saλλoniki ΣΕ ΛΕΩ!

Re: Δέσποινα με λένε…

Δημοσίευση από Xenokratis »

Πραγματικά συγγινηθηκα και με τις δυο ιστοριες….

Είναι δεν είναι αληθινές, έχουν εκείνη τη δόση αληθείας που το αυτί σου γλυκά δέχεται και ο εγκέφαλος σου οργιάζει να τον παραληλησει με κάποιο δικό σου σκηνικό.
Οι ψυχο-τέτοιοι λένε πως ο άνθρωπος επινοεί πρόσωπα, καταστάσεις κτλ, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει άσχημες και δυσάρεστες καταστάσεις.
Δε μ αρέσει να γενικεύω, αλλά με όσους “μοτοσικλετιστές” – “ μηχανόβιους” έχω συζητήσει, φόβος είναι η λέξη που βγαίνει ακόμα και από τα πιο έμπειρα χείλι.
Αυτό τον φόβο προσπαθούμε να τιθασεύσουμε κάθε φορά που γυρνάμε το κλειδι και πατάμε τη μίζα. Είναι ένα συναίσθημα σφιξίματος-κ@βλας-αγωνίας και ενός ηλίθιου χαμόγελου που με την πρώτη πιστονιά το μυαλό έχει αρχίσει ήδη να ταξιδεύει.
Πάνω σε αυτά τα συναισθήματα που σου προκαλεί κάθε 2τροχο έχουν γραφτεί εκατομμύρια γραμμές σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Και σίγουρα στις μέρες μας με τόση εσωτερική πίεση που συσσωρεύετε μέσα μας με αυτά που γίνονται γύρω μας αυτή η ανάγκη για αίσθηση της ελευθερίας μεγαλώνει και οργιάζει.
Για να μη τα πολυλογώ, η μάνα μου, κάθε φορά που βάζω το κράνος έξω από το σπίτι γυρνάει την πλάτη της να μη με δει να φεύγω, και εμένα και την αδερφή μου. Όσα χρόνια και να περάσουν δεν μπορεί να το χωνέψει, κιοσο και αν την αγαπαω , δε μπορώ να μην της δίνω αυτή τη πίκρα.
Έχοντας περάσει πλέον τα 30, (λίγο όμως!) συνειδητοποιώ αυτό το κλισέ που μου λεγε ο γέρος μου, η ζωή είναι πολύ γλυκιά και έχει ένα σωρό απολαύσεις. Η μηχανή είναι μια από αυτές, και όσο πιο καλά ελέγχουμε το δεξί μας χέρι, τόσο πιο πολλές αναμνήσεις και απολαύσεις έχει να μας δώσει αυτό το πράμα με τα κάγκελα που καβαλάμε…..

Keep Riding
Mωρέ, θα την πάρω την ψαρόβαρκα....!!!

Καλό ταξίδι μικρέ....
Απάντηση